- θρύπτομαι
- θρύπτωbreak in piecespres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
υποθρύπτομαι — και σπάν. ενεργ τ. ὑποθρύπτω Α 1. είμαι κάπως τρυφηλός ή θηλυπρεπής 2. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 3. ενεργ. (κυρίως στη φρ.) «ὑποθρύπτω ἑαυτόν» ατονώ, εξαντλούμαι (Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θρύπτομαι «γίνομαι… … Dictionary of Greek
ՊՉՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0661 Chronological Sequence: Early classical, 12c ձ. ἁκνόμαι, θρύπτομαι in lasciviam et in delicias labor. Ընդ պչրանո գալ. խենեշանալ. ʼի լկտիութիւնս հատանիլ. *Զի՞նչ իցէ խայտալն (կանանց). յորժամ հպտիցին, յորժամ պչրիցին, զաչսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԱՄՍԱՐԵՄ — ( ) NBH 2 0691 Chronological Sequence: Early classical չ. ՍԱՄՍԱՐԵԼ. θρύπτομαι deliciis frangor, effeminari. Որպէս ռմկ. կոտրտիլ. Թեքթեքիլ, թեքթեքիլ. ծեքծեքիլ ʼի գնացս. *Սիդալ եւ սամսարել օդով ոտիցն առնիցէ. Ոսկ. մ. ՟Բ. 24 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)